αδέσποτος

αδέσποτος
Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την αρχή (άγρια ζώα κλπ.) είτε έγιναν α. επειδή εγκαταλείφθηκαν. Σύμφωνα με το άρ. 1076 του Αστικού Κώδικα, για να χαρακτηριστεί α. κινητό απαιτείται πράξη δήλωσης του ιδιοκτήτη ότι παραιτείται από την κυριότητα (νομικό στοιχείο) και αποξένωσή του από τη νομή και κατοχή του πράγματος. Η κυριότητα πάνω σε α. κινητό μπορεί να πραγματοποιηθεί με κατάληψη, που δεν έχει όμως ως συνέπεια την απόκτηση κυριότητας αν απαγορεύεται από τον νόμο (π.χ. ο κυνηγός δεν αποκτά κυριότητα σε αυτό που θα πιάσει, αν το κυνήγι είναι απαγορευμένο). Σύμφωνα με το άρ. 972 του Αστικού Κώδικα τα α. ακίνητα και οι περιουσίες αυτών που πεθαίνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο δημόσιο. Τα άγρια ζώα θεωρούνται και αυτά α., με την προϋπόθεση όμως ότι βρίσκονται στη φυσική τους κατάσταση και όχι κλεισμένα σε περιφραγμένο χώρο.
* * *
-η, -ο (Α ἀδέσποτος -ον) [δεσπότης]
αυτός που δεν έχει κύριο ή ιδιοκτήτη, που δεν ανήκει σε κανέναν
νεοελλ.
1. αυτός που έχει άγνωστη προέλευση
2. (για φήμη, είδηση κ.λπ.) αβάσιμος, ανεξέλεγκτος, αστήρικτος
αρχ.
1. (για σύγγραμμα) ανώνυμος, χωρίς τη δήλωση τού ονόματος τού συγγραφέα
2. απεριόριστος, ασυγκράτητος, ακυβέρνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀδέσποτος — without master masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέσποτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αφεντικό, κύριο: Ο σκύλος αυτός φαίνεται πως ήταν αδέσποτος. 2. άγνωστης προέλευσης: Σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδεσπότω — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀδέσποτος without master masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότως — ἀδέσποτος without master adverbial ἀδέσποτος without master masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέσποτον — ἀδέσποτος without master masc/fem acc sg ἀδέσποτος without master neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότοις — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότου — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότους — ἀδέσποτος without master masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεσπότων — ἀδέσποτος without master masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέσποτα — ἀδέσποτος without master neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”